- τσιγγέλι
- [цингэли] ουσ. о. крюк,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
τσιγγέλι — το, Ν βλ. τσιγκέλι … Dictionary of Greek
άληστος — Επώνυμο των Θεσσαλών ζωγράφων Ιωάννη και Γεωργίου που εργάστηκαν στα χωριά Κοκκωτοί και Τσιγγέλι της Θεσσαλίας, στα χρόνια 1636 και 1665. * * * (Α ἄληστος, ον) 1. αυτός που δεν μπορεί να λησμονηθεί, αλησμόνητος, αξέχαστος «ο αλήστου μνήμης...», ο … Dictionary of Greek
τσιγκέλι — και τσιγγέλι και τσεγγέλι, το, Ν 1. σιδερένιο άγκιστρο, ιδίως για το κρέμασμα κρεάτων σε κρεοπωλείο 2. σιδερένιο εργαλείο με πολλά αγκίστρια για την ανέλκυση αντικειμένων που έχουν πέσει σε πηγάδι ή σε μεγάλο βάθος νερού 3. φρ. «με το τσιγκέλι… … Dictionary of Greek